- καταψήφιση
- ηαποδοκιμασία με την ψήφο, μαύρισμα: Θα φάει καταψήφιση στις εκλογές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταψήφιση — η (Α καταψήφισις) [καταψηφίζω] αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη αρχ. καταδίκη … Dictionary of Greek
καταψηφίσῃ — καταψηφίσηι , καταψήφισις voting against fem dat sg (epic) καταψηφίζομαι vote against aor subj mp 2nd sg καταψηφίζομαι vote against fut ind mp 2nd sg καταψηφίζομαι vote against aor subj mid 2nd sg καταψηφίζομαι vote against aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
καταψηφισμός — ο (Α καταψηφισμός) [καταψηφίζω] καταψήφιση … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
μαύρισμα — ατος, το [μαυρίζω] 1. το να γίνεται κανείς μαύρος ή να καθιστά κάτι μαύρο 2. μτφ. αρνητική ψήφος υποψηφίου σε εκλογές, καταψήφιση («έφαγε μεγάλο μαύρισμα στις εκλογές») … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μαύρισμα — το 1. το να γίνει κανείς μαύρος: Σου πάει πολύ το μαύρισμα! 2. μτφ., καταψήφιση στις εκλογές: Έπεσε μαύρισμα στις προηγούμενες εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)